- στεατόρνις
- η, Νζωολ. γένος νυκτόβιων αιγοθηλόμορφων πτηνών τής οικογένειας στεατορνιθίδες, με μοναδικό είδος το Steatornis caripensis, που απαντά στα παράκτια υψίπεδα τής νότιας Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. steatornis (< στέαρ, -ατος + όρνις)].
Dictionary of Greek. 2013.